- υστερογενής
- -ές / ὑστερογενής, -ές, ΝΜΑυστερόχρονος, μεταγενέστεροςνεοελλ.1. αυτός που γεννήθηκε τελευταίος ή μετά τον θάνατο τού πατέρα2. αυτός που γεννήθηκε μετά τον πρωτότοκο αδελφό, δευτερότοκοςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑστερογενέςτο τέλος.επίρρ...υστερογενώς / ὑστερογενῶς ΝΜΑμεταγενέστερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πρωτο-γενής].
Dictionary of Greek. 2013.